καλοπερνώ

καλοπερνώ
καλοπερνάω / καλοπερνώ, καλοπέρασα βλ. πίν. 68

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλοπερνώ — και καλοπερνάω καλοπέρασα, καλοπερασμένος 1. περνώ καλά, ζω χωρίς στερήσεις: Στο πατρικό της καλοπερνούσε. 2. ζω αρμονικά: Δεν καλοπερνάει με τη γυναίκα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοπερνώ — άω 1. καλοζώ, ζω άνετα, χωρίς στερήσεις («στο πατρικό της καλοπερνούσε») 2. ζω αρμονικά και με σύμπνοια με κάποιον 3. περνώ κάποιο χρονικό διάστημα ευχάριστα («καλοπεράσαμε στην εκδρομή») …   Dictionary of Greek

  • ευπραγώ — (ΑΜ εὐπραγῶ, έω) [ευπραγής] ευημερώ, καλοπερνώ, έχω οικονομική άνεση αρχ. 1. έχω αφθονία, έχω άφθονα αγαθά («εὐπραγούσης τῆς ἀγορᾱς», Πολυδ.) 2. πράττω το ορθό, ενεργώ σωστά …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλοζώ — 1. ζω με ευμάρεια και ευτυχία, χωρίς στερήσεις, καλοπερνώ 2. παρέχω σε κάποιον ευμάρεια, τού διαθέτω άφθονα τα προς το ζην, συντηρώ, διατρέφω κάποιον πλουσιοπάροχα («αυτόν τον γέρο τόν καλοζούν τα παιδιά του») …   Dictionary of Greek

  • καλοπέραση — ἡ [καλοπερνώ] 1. καλή διαβίωση, κυρίως με άφθονα υλικά αγαθά, άνετη ζωή, καλοζωία 2. τρυφηλότητα, χουζούρι, ραχάτι …   Dictionary of Greek

  • καλοπαθώ — καλοπαθῶ (Μ) 1. ενεργ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι («νὰ ἀπέρχονται εἰς τὰ ὀσπίτια τους, διὰ νὰ καλοπαθήσουν», Χρον. Moρ.) 2. μέσ. καλοπερνώ, περνώ με άνεση («προφούρνια νὰ χόρταινα καὶ νὰ καλοπαθούμην», Προδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ.… …   Dictionary of Greek

  • κιχλίζω — (Α, Μ κιχλάζω) 1. χασκογελώ, χαχανίζω («πολλαὶ συμπαίσδειν με κόραι τὰν νύκτα κέλονται, κιχλίζοντι δὲ πᾶσαι», Θεόκρ.) 2. τρώω τσίχλες, καλοτρώω, καλοπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίχλα] …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • καλοπερνάω — / καλοπερνώ, καλοπέρασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”